Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίβροχος
δίγαμμα
δίγαμος
διγενής
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγνωμος
διγομία
διγόνατος
διγονία
δίγονος
δίγυιος
διγωνία
δίδαγμα
διδακτέον
διδακτέος
διδακτήρ
διδακτήριος
διδακτικός
διδακτός
δίδακτρα
View word page
δίγονος
twice-born
ShortDef
twice-born
Debugging
Headword:
δίγονος
Headword (normalized):
δίγονος
Headword (normalized/stripped):
διγονος
IDX:
22452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22453
Key:
Data
{'content': 'twice-born'}