Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διβολία
δίβολος
δίβος
δίβουλος
δίβραχυς
δίβροχος
δίγαμμα
δίγαμος
διγενής
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγνωμος
διγομία
διγόνατος
διγονία
δίγονος
δίγυιος
διγωνία
δίδαγμα
διδακτέον
διδακτέος
View word page
δίγλωσσος
speaking two languages

ShortDef

speaking two languages

Debugging

Headword:
δίγλωσσος
Headword (normalized):
δίγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
διγλωσσος
IDX:
22447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22448
Key:

Data

{'content': 'speaking two languages'}