Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διβολέω
διβολητός
διβολία
δίβολος
δίβος
δίβουλος
δίβραχυς
δίβροχος
δίγαμμα
δίγαμος
διγενής
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγνωμος
διγομία
διγόνατος
διγονία
δίγονος
δίγυιος
διγωνία
δίδαγμα
View word page
διγενής
of doubtful sex
ShortDef
of doubtful sex
Debugging
Headword:
διγενής
Headword (normalized):
διγενής
Headword (normalized/stripped):
διγενης
IDX:
22445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22446
Key:
Data
{'content': 'of doubtful sex'}