Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίβαφος
διβολέω
διβολητός
διβολία
δίβολος
δίβος
δίβουλος
δίβραχυς
δίβροχος
δίγαμμα
δίγαμος
διγενής
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγνωμος
διγομία
διγόνατος
διγονία
δίγονος
δίγυιος
διγωνία
View word page
δίγαμος
married to two people, adulterous
ShortDef
married to two people, adulterous
Debugging
Headword:
δίγαμος
Headword (normalized):
δίγαμος
Headword (normalized/stripped):
διγαμος
IDX:
22444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22445
Key:
Data
{'content': 'married to two people, adulterous'}