Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαψύχω
δίβαμος
δίβαφος
διβολέω
διβολητός
διβολία
δίβολος
δίβος
δίβουλος
δίβραχυς
δίβροχος
δίγαμμα
δίγαμος
διγενής
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγνωμος
διγομία
διγόνατος
διγονία
δίγονος
View word page
δίβροχος
prepared with a double infusion
ShortDef
prepared with a double infusion
Debugging
Headword:
δίβροχος
Headword (normalized):
δίβροχος
Headword (normalized/stripped):
διβροχος
IDX:
22442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22443
Key:
Data
{'content': 'prepared with a double infusion'}