Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάψιλος
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
δίβαμος
δίβαφος
διβολέω
διβολητός
διβολία
δίβολος
δίβος
δίβουλος
δίβραχυς
δίβροχος
δίγαμμα
δίγαμος
διγενής
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγνωμος
View word page
δίβολος
two-pointed
ShortDef
two-pointed
Debugging
Headword:
δίβολος
Headword (normalized):
δίβολος
Headword (normalized/stripped):
διβολος
IDX:
22438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22439
Key:
Data
{'content': 'two-pointed'}