Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
δίβαμος
δίβαφος
διβολέω
διβολητός
διβολία
δίβολος
δίβος
δίβουλος
δίβραχυς
δίβροχος
δίγαμμα
δίγαμος
διγενής
δίγληνος
View word page
διβολητός
harrowing

ShortDef

harrowing

Debugging

Headword:
διβολητός
Headword (normalized):
διβολητός
Headword (normalized/stripped):
διβολητος
IDX:
22436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22437
Key:

Data

{'content': 'harrowing'}