Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
δίβαμος
δίβαφος
διβολέω
διβολητός
διβολία
δίβολος
δίβος
δίβουλος
δίβραχυς
δίβροχος
δίγαμμα
δίγαμος
διγενής
View word page
διβολέω
harrow

ShortDef

harrow

Debugging

Headword:
διβολέω
Headword (normalized):
διβολέω
Headword (normalized/stripped):
διβολεω
IDX:
22435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22436
Key:

Data

{'content': 'harrow'}