Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
δίβαμος
δίβαφος
διβολέω
διβολητός
διβολία
δίβολος
δίβος
δίβουλος
δίβραχυς
δίβροχος
δίγαμμα
δίγαμος
View word page
δίβαφος
double-dyed

ShortDef

double-dyed

Debugging

Headword:
δίβαφος
Headword (normalized):
δίβαφος
Headword (normalized/stripped):
διβαφος
IDX:
22434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22435
Key:

Data

{'content': 'double-dyed'}