Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
δίβαμος
δίβαφος
διβολέω
διβολητός
διβολία
δίβολος
δίβος
View word page
διάψυγμα
dry

ShortDef

dry

Debugging

Headword:
διάψυγμα
Headword (normalized):
διάψυγμα
Headword (normalized/stripped):
διαψυγμα
IDX:
22429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22430
Key:

Data

{'content': 'dry'}