Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαψηλαφάω
διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
δίβαμος
δίβαφος
διβολέω
διβολητός
διβολία
δίβολος
View word page
διάψιλος
uncultivated
ShortDef
uncultivated
Debugging
Headword:
διάψιλος
Headword (normalized):
διάψιλος
Headword (normalized/stripped):
διαψιλος
IDX:
22428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22429
Key:
Data
{'content': 'uncultivated'}