Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάψευσμα
διαψευστῶς
διαψηλαφάω
διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
δίβαμος
δίβαφος
διβολέω
διβολητός
View word page
διαψήχω
to cause to crumble away

ShortDef

to cause to crumble away

Debugging

Headword:
διαψήχω
Headword (normalized):
διαψήχω
Headword (normalized/stripped):
διαψηχω
IDX:
22426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22427
Key:

Data

{'content': 'to cause to crumble away'}