Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάψευσις
διάψευσμα
διαψευστῶς
διαψηλαφάω
διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
δίβαμος
δίβαφος
διβολέω
View word page
διαψηφοφορέομαι
to be submitted to a ballot

ShortDef

to be submitted to a ballot

Debugging

Headword:
διαψηφοφορέομαι
Headword (normalized):
διαψηφοφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαψηφοφορεομαι
IDX:
22425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22426
Key:

Data

{'content': 'to be submitted to a ballot'}