Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαψαμμόω
διαψαύω
διαψάω
διαψέγω
διαψεύδω
διάψευσις
διάψευσμα
διαψευστῶς
διαψηλαφάω
διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
διάψυγμα
διαψυκτικός
View word page
διαψηφίζω
put to the vote
ShortDef
put to the vote
Debugging
Headword:
διαψηφίζω
Headword (normalized):
διαψηφίζω
Headword (normalized/stripped):
διαψηφιζω
IDX:
22420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22421
Key:
Data
{'content': 'put to the vote'}