Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάψαλμα
διαψαμμόω
διαψαύω
διαψάω
διαψέγω
διαψεύδω
διάψευσις
διάψευσμα
διαψευστῶς
διαψηλαφάω
διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
διάψυγμα
View word page
διαψηλαφητέον
one must handle

ShortDef

one must handle

Debugging

Headword:
διαψηλαφητέον
Headword (normalized):
διαψηλαφητέον
Headword (normalized/stripped):
διαψηλαφητεον
IDX:
22419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22420
Key:

Data

{'content': 'one must handle'}