Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαψαλίζω
διάψαλμα
διαψαμμόω
διαψαύω
διαψάω
διαψέγω
διαψεύδω
διάψευσις
διάψευσμα
διαψευστῶς
διαψηλαφάω
διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
View word page
διαψηλαφάω
handle
ShortDef
handle
Debugging
Headword:
διαψηλαφάω
Headword (normalized):
διαψηλαφάω
Headword (normalized/stripped):
διαψηλαφαω
IDX:
22418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22419
Key:
Data
{'content': 'handle'}