Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάχωροι
διάχωσις
διαψαθάλλω
διαψαίρω
διαψαλίζω
διάψαλμα
διαψαμμόω
διαψαύω
διαψάω
διαψέγω
διαψεύδω
διάψευσις
διάψευσμα
διαψευστῶς
διαψηλαφάω
διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
διαψηφιστός
View word page
διαψεύδω
to deceive utterly

ShortDef

to deceive utterly

Debugging

Headword:
διαψεύδω
Headword (normalized):
διαψεύδω
Headword (normalized/stripped):
διαψευδω
IDX:
22414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22415
Key:

Data

{'content': 'to deceive utterly'}