Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαχωριστής
διάχωροι
διάχωσις
διαψαθάλλω
διαψαίρω
διαψαλίζω
διάψαλμα
διαψαμμόω
διαψαύω
διαψάω
διαψέγω
διαψεύδω
διάψευσις
διάψευσμα
διαψευστῶς
διαψηλαφάω
διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
View word page
διαψέγω
censure thoroughly
ShortDef
censure thoroughly
Debugging
Headword:
διαψέγω
Headword (normalized):
διαψέγω
Headword (normalized/stripped):
διαψεγω
IDX:
22413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22414
Key:
Data
{'content': 'censure thoroughly'}