Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαχώρισμα
διαχωριστής
διάχωροι
διάχωσις
διαψαθάλλω
διαψαίρω
διαψαλίζω
διάψαλμα
διαψαμμόω
διαψαύω
διαψάω
διαψέγω
διαψεύδω
διάψευσις
διάψευσμα
διαψευστῶς
διαψηλαφάω
διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
View word page
διαψάω
cleanse

ShortDef

cleanse

Debugging

Headword:
διαψάω
Headword (normalized):
διαψάω
Headword (normalized/stripped):
διαψαω
IDX:
22412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22413
Key:

Data

{'content': 'cleanse'}