Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαχωρίζω
διαχώρισις
διαχώρισμα
διαχωριστής
διάχωροι
διάχωσις
διαψαθάλλω
διαψαίρω
διαψαλίζω
διάψαλμα
διαψαμμόω
διαψαύω
διαψάω
διαψέγω
διαψεύδω
διάψευσις
διάψευσμα
διαψευστῶς
διαψηλαφάω
διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
View word page
διαψαμμόω
polish with sand
ShortDef
polish with sand
Debugging
Headword:
διαψαμμόω
Headword (normalized):
διαψαμμόω
Headword (normalized/stripped):
διαψαμμοω
IDX:
22410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22411
Key:
Data
{'content': 'polish with sand'}