Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἴξ
ἄϊξ
αἰξωνεύομαι
αἰολάομαι
Αἰολεύς
Αἰοληΐς
αἰόλησις
αἰολίας
Αἰολίδας
Αἰολίδης
αἰολίζω
Αἰολίη
Αἰολικός
Αἰολίς
αἰόλισμα
αἰολιστί
Αἰολίων
αἰόλλω
αἰολόβουλος
αἰολοβρέντας
αἰολοβρόντης
View word page
αἰολίζω
to speak Aeolian

ShortDef

to speak Aeolian

Debugging

Headword:
αἰολίζω
Headword (normalized):
αἰολίζω
Headword (normalized/stripped):
αιολιζω
IDX:
2240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2241
Key:

Data

{'content': 'to speak Aeolian'}