Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαχώρησις
διαχωρητικός
διαχωρίζω
διαχώρισις
διαχώρισμα
διαχωριστής
διάχωροι
διάχωσις
διαψαθάλλω
διαψαίρω
διαψαλίζω
διάψαλμα
διαψαμμόω
διαψαύω
διαψάω
διαψέγω
διαψεύδω
διάψευσις
διάψευσμα
διαψευστῶς
διαψηλαφάω
View word page
διαψαλίζω
clip with scissors

ShortDef

clip with scissors

Debugging

Headword:
διαψαλίζω
Headword (normalized):
διαψαλίζω
Headword (normalized/stripped):
διαψαλιζω
IDX:
22408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22409
Key:

Data

{'content': 'clip with scissors'}