Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
διάχωμα
διαχωρέω
διαχώρημα
διαχώρησις
διαχωρητικός
διαχωρίζω
διαχώρισις
διαχώρισμα
διαχωριστής
διάχωροι
διάχωσις
διαψαθάλλω
διαψαίρω
διαψαλίζω
διάψαλμα
διαψαμμόω
διαψαύω
διαψάω
View word page
διαχώρισμα
a cleft, division

ShortDef

a cleft, division

Debugging

Headword:
διαχώρισμα
Headword (normalized):
διαχώρισμα
Headword (normalized/stripped):
διαχωρισμα
IDX:
22402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22403
Key:

Data

{'content': 'a cleft, division'}