Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
διάχωμα
διαχωρέω
διαχώρημα
διαχώρησις
διαχωρητικός
διαχωρίζω
διαχώρισις
διαχώρισμα
διαχωριστής
διάχωροι
διάχωσις
διαψαθάλλω
διαψαίρω
διαψαλίζω
διάψαλμα
διαψαμμόω
View word page
διαχωρίζω
to separate
ShortDef
to separate
Debugging
Headword:
διαχωρίζω
Headword (normalized):
διαχωρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαχωριζω
IDX:
22400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22401
Key:
Data
{'content': 'to separate'}