Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαχρίω
διάχρυσος
διαχυλόομαι
διάχυλος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
διάχωμα
διαχωρέω
διαχώρημα
διαχώρησις
διαχωρητικός
διαχωρίζω
διαχώρισις
διαχώρισμα
διαχωριστής
διάχωροι
διάχωσις
διαψαθάλλω
View word page
διαχωρέω
to go through, pass through
ShortDef
to go through, pass through
Debugging
Headword:
διαχωρέω
Headword (normalized):
διαχωρέω
Headword (normalized/stripped):
διαχωρεω
IDX:
22396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22397
Key:
Data
{'content': 'to go through, pass through'}