Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάχριστος
διαχρίω
διάχρυσος
διαχυλόομαι
διάχυλος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
διάχωμα
διαχωρέω
διαχώρημα
διαχώρησις
διαχωρητικός
διαχωρίζω
διαχώρισις
διαχώρισμα
διαχωριστής
διάχωροι
διάχωσις
View word page
διάχωμα
embankment
ShortDef
embankment
Debugging
Headword:
διάχωμα
Headword (normalized):
διάχωμα
Headword (normalized/stripped):
διαχωμα
IDX:
22395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22396
Key:
Data
{'content': 'embankment'}