Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διάχρυσος
διαχυλόομαι
διάχυλος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
διάχωμα
διαχωρέω
διαχώρημα
διαχώρησις
διαχωρητικός
διαχωρίζω
διαχώρισις
διαχώρισμα
διαχωριστής
διάχωροι
View word page
διαχωλεύω
limp
ShortDef
limp
Debugging
Headword:
διαχωλεύω
Headword (normalized):
διαχωλεύω
Headword (normalized/stripped):
διαχωλευω
IDX:
22394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22395
Key:
Data
{'content': 'limp'}