Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάχρισις
διάχρισμα
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διάχρυσος
διαχυλόομαι
διάχυλος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
διάχωμα
διαχωρέω
διαχώρημα
διαχώρησις
διαχωρητικός
διαχωρίζω
διαχώρισις
διαχώρισμα
View word page
διαχυτλάζω
besprinkle
ShortDef
besprinkle
Debugging
Headword:
διαχυτλάζω
Headword (normalized):
διαχυτλάζω
Headword (normalized/stripped):
διαχυτλαζω
IDX:
22392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22393
Key:
Data
{'content': 'besprinkle'}