Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διάχρισις
διάχρισμα
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διάχρυσος
διαχυλόομαι
διάχυλος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
διάχωμα
διαχωρέω
διαχώρημα
διαχώρησις
View word page
διαχυλόομαι
to be made into a syrup

ShortDef

to be made into a syrup

Debugging

Headword:
διαχυλόομαι
Headword (normalized):
διαχυλόομαι
Headword (normalized/stripped):
διαχυλοομαι
IDX:
22388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22389
Key:

Data

{'content': 'to be made into a syrup'}