Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαχλευάζω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διάχρισις
διάχρισμα
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διάχρυσος
διαχυλόομαι
διάχυλος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
διάχωμα
διαχωρέω
διαχώρημα
View word page
διάχρυσος
interwoven with gold

ShortDef

interwoven with gold

Debugging

Headword:
διάχρυσος
Headword (normalized):
διάχρυσος
Headword (normalized/stripped):
διαχρυσος
IDX:
22387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22388
Key:

Data

{'content': 'interwoven with gold'}