Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαχείρως
διαχέω
διαχλευάζω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διάχρισις
διάχρισμα
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διάχρυσος
διαχυλόομαι
διάχυλος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
διάχωμα
View word page
διάχριστος
anointed
ShortDef
anointed
Debugging
Headword:
διάχριστος
Headword (normalized):
διάχριστος
Headword (normalized/stripped):
διαχριστος
IDX:
22385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22386
Key:
Data
{'content': 'anointed'}