Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλευάζω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διάχρισις
διάχρισμα
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διάχρυσος
διαχυλόομαι
διάχυλος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
View word page
διαχριστέον
one must anoint

ShortDef

one must anoint

Debugging

Headword:
διαχριστέον
Headword (normalized):
διαχριστέον
Headword (normalized/stripped):
διαχριστεον
IDX:
22384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22385
Key:

Data

{'content': 'one must anoint'}