Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλευάζω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διάχρισις
διάχρισμα
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διάχρυσος
διαχυλόομαι
διάχυλος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
διάχυτον
View word page
διάχρισμα
unguent, salve

ShortDef

unguent, salve

Debugging

Headword:
διάχρισμα
Headword (normalized):
διάχρισμα
Headword (normalized/stripped):
διαχρισμα
IDX:
22383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22384
Key:

Data

{'content': 'unguent, salve'}