Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλευάζω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διάχρισις
διάχρισμα
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διάχρυσος
διαχυλόομαι
διάχυλος
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
View word page
διάχρισις
anointing
ShortDef
anointing
Debugging
Headword:
διάχρισις
Headword (normalized):
διάχρισις
Headword (normalized/stripped):
διαχρισις
IDX:
22382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22383
Key:
Data
{'content': 'anointing'}