Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλευάζω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διάχρισις
διάχρισμα
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διάχρυσος
διαχυλόομαι
διάχυλος
διάχυσις
διαχυτικός
View word page
διαχράομαι
to use constantly

ShortDef

to use constantly

Debugging

Headword:
διαχράομαι
Headword (normalized):
διαχράομαι
Headword (normalized/stripped):
διαχραομαι
IDX:
22381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22382
Key:

Data

{'content': 'to use constantly'}