Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλευάζω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διάχρισις
διάχρισμα
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διάχρυσος
διαχυλόομαι
διάχυλος
διάχυσις
View word page
διαχόω
to throw up a bank, complete a mound, block with a mole

ShortDef

to throw up a bank, complete a mound, block with a mole

Debugging

Headword:
διαχόω
Headword (normalized):
διαχόω
Headword (normalized/stripped):
διαχοω
IDX:
22380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22381
Key:

Data

{'content': 'to throw up a bank, complete a mound, block with a mole'}