Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλευάζω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διάχρισις
διάχρισμα
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διάχρυσος
διαχυλόομαι
διάχυλος
View word page
διάχολος
bilious
ShortDef
bilious
Debugging
Headword:
διάχολος
Headword (normalized):
διάχολος
Headword (normalized/stripped):
διαχολος
IDX:
22379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22380
Key:
Data
{'content': 'bilious'}