Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλευάζω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διάχρισις
διάχρισμα
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διάχρυσος
διαχυλόομαι
View word page
διάχλωρος
of translucent green

ShortDef

of translucent green

Debugging

Headword:
διάχλωρος
Headword (normalized):
διάχλωρος
Headword (normalized/stripped):
διαχλωρος
IDX:
22378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22379
Key:

Data

{'content': 'of translucent green'}