Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλευάζω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διάχρισις
διάχρισμα
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διάχρυσος
View word page
διαχλευάζω
joke, jeer, deceive

ShortDef

joke, jeer, deceive

Debugging

Headword:
διαχλευάζω
Headword (normalized):
διαχλευάζω
Headword (normalized/stripped):
διαχλευαζω
IDX:
22377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22378
Key:

Data

{'content': 'joke, jeer, deceive'}