Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαχαρίζομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλευάζω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διάχρισις
διάχρισμα
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
View word page
διαχέω
to pour different ways, to disperse

ShortDef

to pour different ways, to disperse

Debugging

Headword:
διαχέω
Headword (normalized):
διαχέω
Headword (normalized/stripped):
διαχεω
IDX:
22376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22377
Key:

Data

{'content': 'to pour different ways, to disperse'}