Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
διαχάραξις
διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλευάζω
διάχλωρος
διάχολος
View word page
διαχειρίζω
to have in hand, conduct, manage, administer
ShortDef
to have in hand, conduct, manage, administer
Debugging
Headword:
διαχειρίζω
Headword (normalized):
διαχειρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαχειριζω
IDX:
22369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22370
Key:
Data
{'content': 'to have in hand, conduct, manage, administer'}