Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
διαχάραξις
διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλευάζω
διάχλωρος
View word page
διαχειμάζω
to pass the winter

ShortDef

to pass the winter

Debugging

Headword:
διαχειμάζω
Headword (normalized):
διαχειμάζω
Headword (normalized/stripped):
διαχειμαζω
IDX:
22368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22369
Key:

Data

{'content': 'to pass the winter'}