Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
διαχάραξις
διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλευάζω
View word page
διαχάσκω
to gape wide, yawn

ShortDef

to gape wide, yawn

Debugging

Headword:
διαχάσκω
Headword (normalized):
διαχάσκω
Headword (normalized/stripped):
διαχασκω
IDX:
22367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22368
Key:

Data

{'content': 'to gape wide, yawn'}