Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
διαφωτίζω
διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
διαχάραξις
διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
View word page
διαχαρακτηρίζω
persono
ShortDef
persono
Debugging
Headword:
διαχαρακτηρίζω
Headword (normalized):
διαχαρακτηρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαχαρακτηριζω
IDX:
22363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22364
Key:
Data
{'content': 'persono'}