Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
διαφωτίζω
διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
διαχάραξις
διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
View word page
διαχαλάω
to loosen, unbar
ShortDef
to loosen, unbar
Debugging
Headword:
διαχαλάω
Headword (normalized):
διαχαλάω
Headword (normalized/stripped):
διαχαλαω
IDX:
22362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22363
Key:
Data
{'content': 'to loosen, unbar'}