Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάφυσις
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
διαφωτίζω
διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
διαχάραξις
διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
διαχάσκω
διαχειμάζω
διαχειρίζω
διαχείρισις
View word page
διαχάλασμα
loosening

ShortDef

loosening

Debugging

Headword:
διαχάλασμα
Headword (normalized):
διαχάλασμα
Headword (normalized/stripped):
διαχαλασμα
IDX:
22360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22361
Key:

Data

{'content': 'loosening'}