Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
διαφωτίζω
διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
διαχάραξις
διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
View word page
διαφωτίζω
to clear completely

ShortDef

to clear completely

Debugging

Headword:
διαφωτίζω
Headword (normalized):
διαφωτίζω
Headword (normalized/stripped):
διαφωτιζω
IDX:
22356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22357
Key:

Data

{'content': 'to clear completely'}