Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
διαφωτίζω
διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
View word page
διαφωνέω
to be dissonant

ShortDef

to be dissonant

Debugging

Headword:
διαφωνέω
Headword (normalized):
διαφωνέω
Headword (normalized/stripped):
διαφωνεω
IDX:
22353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22354
Key:

Data

{'content': 'to be dissonant'}