Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
διαφωτίζω
διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
View word page
διαφυτεύω
transplant
ShortDef
transplant
Debugging
Headword:
διαφυτεύω
Headword (normalized):
διαφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
διαφυτευω
IDX:
22352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22353
Key:
Data
{'content': 'transplant'}