Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
διαφωτίζω
διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
View word page
διαφύσσω
to draw off

ShortDef

to draw off

Debugging

Headword:
διαφύσσω
Headword (normalized):
διαφύσσω
Headword (normalized/stripped):
διαφυσσω
IDX:
22351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22352
Key:

Data

{'content': 'to draw off'}